- εξολκέας
- ο [εξέλκω]εργαλείο με το οποίο σύρεται κάτι προς τα έξω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξολκέας — ο 1. εργαλείο με το οποίο τραβιέται κάτι προς τα έξω: Εξολκέας μαιευτήρα. 2. χαλύβδινο μέρος του μηχανισμού του κλείστρου των πυροβόλων και πολλών ελαφρών φορητών όπλων (τουφεκιών, οπλοπολυβόλων κτλ.), το οποίο ύστερα από κάθε βολή βγάζει από τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωστήρας — ο 1. όργανο με το οποίο αποβάλλεται ή ωθείται κάτι 2. εξολκέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. repoussoir] … Dictionary of Greek
εξαγωγέας — ο 1. αυτός που εξάγει κάτι, και ιδίως προϊόντα ή εμπορεύματα, στο εξωτερικό. 2. εργαλείο με το οποίο εξάγεται κάτι, εξολκέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)